πόμπευμα

πόμπευμα
το, ΝΑ, και πόμπεμα Ν [πομπεύω]
νεοελλ.
1. διαπόμπευση
2. (για πρόσ.) αυτός που γίνεται αντικείμενο εμπαιγμού («έγινες το πόμπεμα τού χωριού μας»)
αρχ.
λιτανεία.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • πόμπεμα — το, Ν βλ. πόμπευμα …   Dictionary of Greek

  • πόμπευση — η / πόμπευσις, εύσεως, ΝΑ [πομπεύω] νεοελλ. δημόσιο ρεζίλεμα, διαπόμπευση, πόμπευμα αρχ. η τέλεση πομπής, πομπεία* …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”